Στίχοι:
Ένα παπόρι έρχεται
Να το πω να μη το πω (×2)
Κι είναι κοντά να αράξει (×2)
Βρε αφούση βρε Αντρά
Παλλαρέ παλλάρα-Αντρά
Εγέρασα και δε μπορώ
Να το πω να μη το πω (×2)
Τις νύχτες να γυρίζω (×2)
Βρε αφούση βρε Αντρά
Παλλαρέ παλλάρα-Αντρά
Και τις ψηλομελαχρινές
Παλλαρέ δυο τρεις φορές(×2)
Να τις καλησπερίζω
Βρε να τις καλαφατίζω
Βρε αφούση βρε Αντρά
Παλλαρέ παλλάρα-Αντρά
μια μαντινάδα θε να πώ
να τη πω να μην τη πώ (×2)
και ενα μαντιναδάκι (×2)
βρε και ενα μαντιναδάκι
Βρε αφούση βρε Αντρά
Παλλαρέ παλλάρα-Αντρά
Πληροφορίες
Τραγούδι: Νίκος Παπαχρήστος
Μουσική: Παραδοσιακό
Στίχοι: Παραδοσιακό
Credits:
Φωνητικά ,ενορχήστρωση, προγραμματισμός, ηλεκτρικές κιθάρες, μπάσο : Απόστολος Μόσιος
Ηχογραφήσεις/ Μίξη / Mastering : (Best Of Studio)
A.I. concept / art / videos : Castle of dreams
Η ιστορία πίσω απο το τραγούδι
Ο «Αφούσης» ήταν ένας καλός και εγγράμματος νέος.
Κάποτε όταν μετέβη στην Κρήτη, όπου είχε συγγενείς, αντίκρισε να σφάζεται μπρος στα μάτια του ο πατέρας από Τούρκους. Αυτή ήταν η αιτία που παραλόγισε και όταν έφθασε στην Κάσο σε κατάσταση μωρίας, δεν μπορούσε πια να εργαστεί ως δάσκαλος. Έτσι, περιφερόταν στους δρόμους του νησιού ξυπόλυτος, με τρύπιο παντελόνι που το βαστούσε ένα μάλλινο ζωνάρι στη μέση και ξεκουμπωμένο πουκάμισο. Στο χέρι του κρατούσε ένα καλάθι και τον συνόδευε πάντα ο πιστός του σκύλος, ο Λεονταρής, που μοιραζόταν μαζί του τα ξεροκόμματα, που του πρόσφεραν. Συνήθως φορούσε στο κεφάλι του περισσότερα από πέντε καπέλα…
Παρά την ψυχολογική και διανοητική του κατάσταση, ποτέ δεν έβλαψε κανένα και γνώριζε κάθε κατοίκου την ιδιότητα. Οι συμπατριώτες του όταν γλεντούσαν τον έβαζαν στην παρέα τους, γιατί με ένα ποτηράκι, ο Αφούσης άρχιζε να διηγείται διάφορες ιστορίες και μύθους ή να ταιριάζει στίχους προκαλώντας το γέλιο τους. Η πιο συχνή του φράση ήταν: «Εγώ Αφούσης παλλαρός;…». Σε ανθρώπους πάλι που τον ρωτούσαν ποιός είναι, αυτός απαντούσε στερεότυπα: «Ντροπή σας να ρωτήξετε τους άλλους να σας πούσι… Ούλοι σας θα γνωρίζετε εμένα τον Αφούση…».
Ο Αφούσης, μεγάλος πια, περιφρονημένος, εξασθενημένος και άρρωστος βαριά, όταν κατάλαβε το τέλος του, πλάγιασε σε ένα εγκαταλειμμένο χάλασμα. Η απουσία του έγινε αισθητή από τους ανθρώπους του χωριού, που τον αναζητούσαν μέρες. Κάποια παιδιά τον ανακάλυψαν και τον μετέφεραν στον καφενέ του Κώστα του Μιχ. Διάκου. Τότε όλοι έτρεξαν να του συμπαρασταθούν στις τελευταίες του στιγμές.
Σε κάποια στιγμή του παραληρήματος του, γιατί ο Αφούσης είχε 40 πυρετό, άρχισε να τραγουδά γλυκά το «γιαέλυ», λέγοντας: «Σήμερον είμ’ ακόμ’ εδώ, αύριο θα πεθάνω… Και θα με πάρουν στο Χριστό σαν ένα καπετάνο…» Πράγματι, την επομένη ο Αφούσης πέθανε. Λέγεται δε πώς ποτέ νεκρός δε συγκέντρωσε τόση μεγάλη συνοδεία. Ο λαός της Κάσου όχι μόνο αγάπησε τον Αφούση, τον τρελό του χωριού, αλλά για να τον θυμάται, διέσωσε κάποιους στοίχους από τη μελωδία που συχνά μονολογούσε στη μοναξιά του ο Αφούσης. (Αποσπάσματα από κείμενο που έχει γράψει ο Μιχάλης Κ. Σκουλιός)
Επίσης ο Μιχάλης Κ. Σκουλιός αναφέρει:
Εδώ είναι και μια πιθανόν πραγματική ιστορία που έχει σωθεί, όπως τη μετέφερε ηλικιωμένη κάτοικος της Κάσου. Ο Αφούσης νεαρός ερωτεύθηκε μια κοπελιά από το νησί. Μετά όμως το μακελειό με τον πατέρα του στην Κρήτη περιέπεσε σε κατάσταση αδιαφορίας και στο δικό του μακάριο κόσμο. Την κοπελιά την πάντρεψαν οι δικοί της με έναν ναυτικό. Ο ναυτικός χάθηκε σε ναυάγιο. Έτσι η κοπελιά έμεινε για όλη την υπόλοιπη ζωή της χήρα.
Κατά καιρούς όταν επανερχόταν η μνήμη του Αφούση, αυτός θυμόταν το αίσθημά του και ξεροστάλιαζε έξω από το κονάκι της. Η χήρα βλέποντας τον Αφούση σε αυτή την τραγική κατάσταση, τον λυπόταν και πολλές φορές του πρόσφερε ένα πιάτο ζεστό φαί… Πάντα με το φόβο μην την δει κανένα κακό μάτι από τη γειτονιά και αρχίσουν τα σχόλια. Ο Αφούσης πολλές φορές επέμενε να δει τη χήρα. Όταν πια αυτή δεν ανταποκρινόταν, και τον είχε πιάσει το σκοτάδι, για να του ανοίξει την πόρτα της, ξεκίναγε πατινάδα με τον εξής στίχο… (Β)άλε φωδιά στο λύχνο σου, να φέξ’ η κάμαρή σου… Αντράς, κερά μου στέκεται ομπρός εις την αυλή σου…