Στίχοι:
Όσο βαρούν τα σίδερα αμάν αμάν
Βαρούν τα μαύρα ρούχα
Γιατί τα φόρεσα κι εγώ κόσμε ψεύτη
Για μια αγάπη που ‘χα
Αμάν είχα και υστερήθηκα το μωρό μου
Θυμούμαι και εστενάζω
Άνοιξε γης μέσα να μπω κόσμε ψεύτη
Κόσμο να μην κοιτάζω
Πληροφορίες
Τραγούδι: Νίκος Παπαχρήστος
Μουσική: Παραδοσιακό
Στίχοι: Παραδοσιακό
Credits:
Βιολί : Μανώλης Κόττορος
Ενορχήστρωση, προγραμματισμός, ηλεκτρικές κιθάρες, μπάσο : Απόστολος Μόσιος
Ηχογραφήσεις/ Μίξη / Mastering : (Best Of Studio)
A.I. concept / art / videos : Castle of dreams
Η ιστορία πίσω απο το τραγούδι
Την δεκαετια ’25-’35 επηρεαζεται και η μουσικη της Κρητης, απο την κουλτουρα των προσφυγων,και καθως γεννιοταν το Ρεμπετικο, στην Κρητη αρχισαν τα λεγομενα Κρητικο-ρεμπετικα, Ταμπαχανιωτικα. Χαρακτηριστικο δειγμα αυτο το παραδοσιακο Κρητικο της εποχης, που πρωτος ηχογραφησε ο Στελιος Φουσταλιερης.
Πιθανόν παραδοσιακή μελωδία των αρχών του αιώνα, που πρώτος κατέγραψε στη δισκογραφία ο Στέλιος Φουσταλιεράκης, με τη φωνή του Ιωάννη Μπερνιδάκη ή Μπαξεβάνη το 1938 .Οι στίχοι περιλαμβάνουν παραλλαγές από παλαιότερο σμυρναίικο τραγούδι του προηγούμενου αιώνα, που ηχογραφήθηκε στην Κωνσταντινούπολη γύρω στο 1910 με τίτλο “Βαρύτερα απ’ τα σίδερα”
Το ίδιο τραγούδι τραγούδησε στις Η.Π.Α. με άλλους στίχους η Μαρίκα Παπαγκίκα.
Ένα είδος μουσικής στη Δυτική Κρήτη συντρόφευε για δεκάδες χρόνια γενιές και γενιές του νησιού, οι οποίες στις νότες και τους στίχους των συγκεκριμένων τραγουδιών έβρισκαν αποκούμπι για τα βάσανα αλλά και τις χαρές της καθημερινότητας.
Ο λόγος για τα Ταμπαχανιώτικα ή όπως αλλιώς τα έλεγαν οι παλιοί, αμανέδες, τουρκοκρητικά, σταφιδιανά, μερακλήδικα, της παρέας ή και παθητικά.
Με τον όρο Ταμπαχανιώτικα πλέον στις μέρες μας, εννοούμε τα αστικά τραγούδια της Δυτικής Κρήτης, δηλαδή των Χανίων και του Ρεθύμνου. Τραγούδια που παιζόταν στα λιμάνια. Η ονομασία Ταμπαχανιώτικα έχει καθιερωθεί τα τελευταία ’70 με ’80 χρόνια μιας κι οι παλαιοί τα έλεγαν με άλλες ονομασίες. Εκδοχές υπάρχουν πολλές, σχετικά με την ονομασία Ταμπαχανιώτικα. Λέγεται πως προέρχεται από το ταμπάκ χανές, χοροί καπνιζόντων από τα Ταμπακαριά, τα βυρσοδεψία, όπου έκαναν παρέες οι εργαζόμενοι και τα τραγούδια αυτά, τους σκοπούς αυτούς, έπαιζαν οι ταμπακίδες με τους μουσικούς. Επίσης υπάρχουν τα Ταμπαχανά της Σμύρνης. Υπάρχουν ηχογραφήσεις με Ταμπαχανιώτικο μανέ με Σμυρναίικο ύφος. Υπάρχουν και Πατρινά Ταμπαχανιώτικα που είναι ζεϊμπέκικα απτάλικα. ‘Αλλος βέβαια ρυθμός από τα κρητικά, άλλο πράμα», αναφέρει ο κ. Λαϊνάκης και εξηγεί πως «…αυτά τα τραγούδια δεν χορεύονται, είναι ακουστικά και έχουν τη μουσική δυνατότητα να αναδείξουν μεγάλους τραγουδιστές ερμηνευτικά.
υπάρχει διασύνδεση του Ταμπαχανιώτικου τραγουδιού τόσο με τη Σμύρνη όσο και με το Ρεμπέτικο. «Η τουρκοκρατία διαδραμάτισε ρόλο για τη γέννηση του μουσικού αυτού είδους, σαφώς, όπως και όλοι που πέρασαν από το νησί, αλλά υπάρχει το τοπογονικό μεσογειακό χρώμα. Αυτό τα συνδέει και με το ρεμπέτικο που είναι κράμα δημοτικού τραγουδιού και με το σμυρναίικο. Οι μεγαλύτερες επιρροές που δέχτηκε το Ταμπαχανιώτικο τραγούδι ήταν από την Μεσόγειο, αλλά κυρίως από την Κρήτη, που ήταν σταυροδρόμι και είχε το τοπογονικό μουσικό ηχόχρωμα. Σύμφωνα με τις γνώσεις μου και την έρευνα μου, το πρώτο Ταμπαχανιώτικο τραγούδι που έγινε γνωστό σε όλη την Ελλάδα ήταν το “Όσο βαρούν τα σίδερα” και μιλάμε για εκατό χρόνια πίσω»
Ακούγοντας προσεκτικά αυτές τις ηχογραφήσεις αντιλαμβανόμαστε ότι τα τραγούδια αυτά φέρουν αρκετές ομοιότητες με άλλα μουσικά είδη της ανατολικής Μεσογείου. Αυτό είναι απολύτως φυσιολογικό, αν λάβουμε υπόψη τις πολιτισμικές και μουσικές αλληλεπιδράσεις στη λαϊκή μουσική τα χρόνια της οθωμανικής αυτοκρατορίας και της Κρητικής Πολιτείας. Τα αστικά τραγούδια σε αντίθεση με τα δημώδη τραγούδια της ενδοχώρας , δέχονται συνεχείς επιρροές από τις μουσικές που κυκλοφορούν στα λιμάνια. Συνεπώς οι συζητήσεις περί πατρότητας και αυθεντικότητας αυτών των τραγουδιών φαίνεται να μην οδηγούν πουθενά. (Ζαϊμάκης, 2016, σσ. 45-46) Όπως αναφέρει ο Γιώργος Νικολακάκης «αυτές οι μουσικές είναι δικές μας, είναι της Σμύρνης και της Μικράς Ασίας , είναι του κόσμου, και ταυτόχρονα είναι σαν να μην ανήκουν πουθενά» . (Νικολακάκης, 2012) 2.2 Τοπικότητα Αστικών Λαικών Τραγουδιών Σημαντικό επίσης μεθοδολογικό ζήτημα αποτελεί η τοπικότητα αυτής της μουσικής. Η αστική λαϊκή μουσική της Κρήτης διαμορφώθηκε τόσο από την αλληλεπίδραση με άλλους λαούς στα χρόνια της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και στις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα, όσο και σε σχέση με άλλες μουσικές παραδόσεις της ενδοχώρας του νησιού. Δε μπορούμε συνεπώς να μιλάμε για μία μουσική παράδοση αστικών λαϊκών τραγουδιών αποκλειστικά στη δυτική Κρήτη. Γραπτές και προφορικές μαρτυρίες μας δείχνουν ότι τα τραγούδια και τα όργανα κυκλοφορούσαν σε όλη την Κρήτη, κυρίως σε αστικές και περιαστικές περιοχές. Ωστόσο στην πόλη του Ρεθύμνου και των Χανίων έχουμε ορισμένους σημαντικούς καλλιτέχνες που περνούν στη δισκογραφία των 78 στροφών, κάτι που βοήθησε σημαντικά 8 στη συγκρότηση του μουσικού ιδιώματος που αποκαλούμε αστικά λαϊκά τραγούδια της Κρήτης. Αντιθέτως κάτι τέτοιο δεν παρατηρείται στο Ηράκλειο, την μεγαλύτερη πόλη της Κρήτης και οι λόγοι ενδέχεται να είναι πολλοί.